ζυγιάζω — ζυγιάζω, ζύγιασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: ζυγιάζω – ζυγίζω : είναι κοινή μόνο η έννοια του υπολογισμού του βάρους κάποιου πράγματος. Το ρ. ζυγιάζω σημαίνει κυρίως → τοποθετώ σε θέση ισορροπίας (π.χ. ο αετός ζυγιάζει τα φτερά του) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζυγιάζω — ζύγιασα, ζυγιάστηκα, ζυγιασμένος 1. ζυγίζω. 2. εξισορροπώ: Δε ζύγιασες καλά το φόρτωμα του ζώου. – Ο αϊτός ζυγιάζει τα φτερά του. 3. παθ., ζυγιάζομαι αιωρούμαι στον αέρα με ανοιχτές και ακίνητες τις φτερούγες: Το γεράκι ζυγιάστηκε για λίγο ψηλά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζυγίζω — ζυγίζω, ζύγισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ζυγιάζω – ζυγίζω : είναι κοινή μόνο η έννοια του υπολογισμού του βάρους κάποιου πράγματος. Το ρ. ζυγιάζω σημαίνει κυρίως → τοποθετώ σε θέση ισορροπίας (π.χ. ο αετός ζυγιάζει τα φτερά του) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλαφροζυγιάζω — και αλαφροζυγίζω 1. (για ζυγαριά, πλάστιγγα κ.λπ.) ζυγίζω ελαφρά, δείχνω βάρος κατώτερο από το πραγματικό 2. έχω ελαφρό βάρος, δεν είμαι βαρύς 3. είμαι ανόητος, αλαφρόμυαλος 4. μέσ. (για πτηνά) πετώ ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ζυγιάζω] … Dictionary of Greek
ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… … Dictionary of Greek
ζυγιαστής — ο (θηλ. ζυγιάστρα, πληθ. ζυγιαστάδες) [ζυγιάζω] 1. ζυγιστής 2. (μτφ. το θηλ.) η ζυγιάστρα αυτή που έχει την ικανότητα να ψυχολογεί και να εκτιμά πρόσωπα και πράγματα, καθώς και αυτή που προχωρεί στους αισθηματικούς δεσμούς της υπολογίζοντας… … Dictionary of Greek
ζύγι — και ζύγιο, το (AM ζύγιον, Μ και ζύγιν και ζυγίν) 1. η εξακρίβωση και ο καθορισμός με σταθμά τού βάρους ενός σώματος, ζύγισμα, ζύγιασμα, ζυγοστάθμιση 2. στον πληθ. τα ζύγια ή ζυγά τα εγκάρσια καθίσματα που ενώνουν τις απέναντι πλευρές πλοίου ή… … Dictionary of Greek
ζύγιασμα — το (Μ ζύγιασμα) [ζυγιάζω] 1. ζύγισμα, στάθμιση 2. μτφ. δίκαιη κρίση, απόφαση («Δικαιοσύνη,... τό ξέρω από πρωτύτερα το ζύγιασμά σου», Παλαμ.) 3. μτφ. (ιδίως για αρπακτικά πτηνά) η αιώρηση στον αέρα, χωρίς κίνηση τών φτερών 4. μτφ. (ιδίως για… … Dictionary of Greek
πινομή — η, και πινόμι, το, Ν 1. επώνυμο, επίθετο 2. όνομα 3. φρ. «για πινομή σου» επ ονόματι σου, για χάρη σου, για λογαριασμό σου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πινόμι έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. επονομάζω (πρβλ. ζυγιάζω: ζύγι) ενώ ο τ. πινομή μεταπλασμένος… … Dictionary of Greek